πλείσται

πλείσται
πλεί̱στᾱͅ , πλεῖστος
most
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλεῖσται — πλεῖστος most fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… …   Dictionary of Greek

  • περιοικίς — ίδος, ἡ, Α 1. ως επίθ. γειτονική (α. «νήσων τῶν περιοικίδων», Θουκ. β) «τὰς περιοικίδας κώμας», Πολ.) 2. ως ουσ. α) η περιοχή γύρω από πόλη, τα περίχωρα («καὶ τῶν αὐτόθεν ἐκ τῆς περιοικίδος Ἡλείων μάχῃ ἐκράτησαν», Θουκ.) β) πόλη κατοικούμενη από… …   Dictionary of Greek

  • πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …   Dictionary of Greek

  • τεφραίος — αία, ον, Α τεφρός, σταχτής, («μέλαιναι αἱ πλεῑσται ἤ τεφραῑαι», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

  • πλεῖσθ' — πλεῖσθε , πλέω sail pres imperat mp 2nd pl (attic epic) πλεῖσθε , πλέω sail pres ind mp 2nd pl (attic epic) πλεῖσθαι , πλέω sail pres inf mp (attic epic) πλεῖσθε , πλέω sail imperf ind mp 2nd pl (attic epic) πλεῖστα , πλεῖστος most neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεῖστ' — πλεῖστα , πλεῖστος most neut nom/voc/acc pl πλεῖστε , πλεῖστος most masc voc sg πλεῖσται , πλεῖστος most fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”